- όάση
- [-ις (-εως)] η прям. , перен. оазис
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… … Dictionary of Greek
όαση — η 1. μικρή γόνιμη έκταση στην έρημο. 2. μτφ., ό,τι αποτελεί παρήγορο σημάδι σε δύσκολη περίσταση: Η αντίσταση του λαού στα χρόνια της Κατοχής ήταν όαση στην έρημο του φόβου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χάργκα — Όαση στη Λιβυκή έρημο, που ανήκει στην Αίγυπτο. Κατοικείται από περίπου 10.000 κατ., που ζουν από τη γεωργία. Στην όαση σώζονται κτίσματα του Δαρείου A’ και χριστιανικό νεκροταφείο. Στην όαση εξαφανίστηκε ο στρατός του Πέρση βασιλιά Καμβύση, γιου … Dictionary of Greek
Φαράφρα — Όαση της Αιγύπτου, στη Λιβυκή έρημο. Βρίσκεται σε ύψος 70 μ. από τη θάλασσα. Στην όαση αυτή, που είναι η λιγότερο εύφορη από όλες τις άλλες της Αιγύπτου, βρίσκεται ένα μικρό χωριό με ελάχιστους κατοίκους … Dictionary of Greek
Σίουα — Όαση της Λιβυκής ερήμου σε αιγυπτιακό έδαφος, 300 χλμ. από τις ακτές της Μεσογείου, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με τη Λιβύη. Έχει μήκος περ. 40 χλμ., πλάτος 8 χλμ. και τα χαμηλότερα μέρη της βρίσκονται 17 μ. κάτω από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
Ταφιλέλτ — Όαση της μαροκινής Σαχάρας, στους νότιους πρόποδες του Άτλαντα. Oνομάζεται και Ταφιλαλέλτ και Ταφιλαλέτ. Έχει έκταση 1.400 τ. χλμ., και πληθυσμό γύρω τους 180.000 κατ., όλους της ίδιας φυλής. Ο πρώτος Ευρωπαίος που επισκέφθηκε την Τ. ήταν ο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek